βυθοκόρος

βυθοκόρος
Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και τις απαιτήσεις του έργου. β. αναρροφητική. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, μία αντλία άμμου στην οποία το νερό κατέρχεται με υψηλή πίεση στο βάθος της εκσκαφής και ανέρχεται από έναν άλλο σωλήνα παρασύροντας μαζί του και την άμμο. β. με κάδους. Αποτελείται από ένα φορείο με τροχούς που κυλούν σε σιδηροτροχιές. Πάνω σε αυτό στερεώνεται ένα ικρίωμα με βραχίονες, οι οποίοι στηρίζουν μία συνεχή αλυσίδα κάδων και τον θαλαμίσκο με τον κινητήριο μηχανισμό (ατμομηχανή, πετρελαιομηχανή ή ηλεκτροκινητήρας). Η αλυσίδα των κάδων που έχουν κοφτερά χείλη κυλά κατά μήκος ενός κινητού βραχίονα, ο οποίος την πιέζει πάνω στην επιφάνεια που πρόκειται να εκσκαφθεί. Κατά τη διαδρομή της ανόδου οι κάδοι γεμίζουν με υλικά που απέσπασαν και στο τέρμα αδειάζουν σε μία χοάνη φόρτωσης βαγονιών. Αυτά κινούνται κάτω από την αναδομή του μηχανήματος και έτσι δεν εμποδίζουν τη συνέχεια της εργασίας. Γι’ αυτό ονομάστηκε και β. συνεχούς μεταφοράς. Το μέγιστο βάθος εκσκαφής είναι περίπου 9 μ. και η ικανότητα εργασίας, ανάλογα με την ισχύ του μηχανήματος, κυμαίνεται από 50 έως 300 μ. την ώρα. Παρόμοιοι β. χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα κατά την εκσκαφή της διώρυγας του Σουέζ και αργότερα τελειοποιημένες για τη διώρυγα του Παναμά. β. με πεπιεσμένο αέρα. Χρησιμοποιείται για την εκσκαφή άμμου ή ιλύος. Για την ανύψωση των υλικών πιέζουμε το νερό με ισχυρά συμπιεσμένο αέρα και το υποχρεώνουμε να ανέβει αναμεμειγμένο με υλικά. ντραγκ-λάιν (drag-line). Αγγλικός όρος, που σημαίνει συρόμενη πτυοσκάφη. Χρησιμεύει γενικά για την εκσκαφή και την αφαίρεση από την κοίτη των ποταμών των αδρανών υλικών (άμμος, χαλίκια, λίθοι) που χρησιμοποιούνται για τα επιστρώματα των οδών, τα ερμοστρώματα των σιδηροδρομικών γραμμών, τις κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδερμα κλπ. Αποτελείται από δύο ξύλινους ή σιδερένιους πυλώνες τοποθετημένους στις δύο αντίθετες όχθες του ποταμού και ενωμένους με ένα συρματόσχοινο. Πάνω σε αυτό κινείται ένα φορείο με δύο σχοινιά, ένα έλξης για τις οριζόντιες μετατοπίσεις και ένα ανύψωσης για τις κάθετες. Στην άκρη του είναι στερεωμένος ο κάδος, ο οποίος καθώς σύρεται από σχοινιά γεμίζει υλικό, ανυψώνεται και εκφορτώνεται κατά μήκος της όχθης. Πρότυπα βυθοκόρων για χρήση σε λίμνες (αριστερά) και στη θάλασσα (δεξιά), κατασκευασμένες σε σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι (Μουσείο Επιστήμης καιΤεχνικής, Μιλάνο). ΜΕΙΚΤΗ ΒΥΘΟΚΟΡΟΣ ΜΕ ΚΑΔΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΡΟΦΗΣΗ
* * *
η
πλωτό μηχανικό σύστημα για υποβρύχιες εκσκαφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυθός + -κορος < κορέω, -ώ «καθαρίζω» (πρβλ. νεωκόρος, σηκοκόρος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βυθοκόρος — η πλωτό μηχάνημα με το οποίο βαθαίνουν και καθαρίζουν το βυθό θάλασσας ή ποταμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυθοκορώ — ( έω) [βυθοκόρος] καθαρίζω τον βυθό ή εκβαθύνω θάλασσα ή ποταμό με βυθοκόρο …   Dictionary of Greek

  • βυθοκόρημα — το [βυθοκορώ] η λάσπη την οποία ανασύρει η βυθοκόρος …   Dictionary of Greek

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • δράγα — και δράγγα και ντράγγα, η 1. βυθοκόρος 2. γαγγάμη, στρειδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drague < (αγγ.) drag «σέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • κοχλιάρα — η η βυθοκόρος* …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • μαούνα — η 1. φορτηγό, χωρίς κατάστρωμα, βοηθητικό σκάφος που χρησιμεύει για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα τών πλοίων, η φορτηγίδα 2. ειδικό βοηθητικό υπηρετικό σκάφος που συμπληρώνει την αποστολή τής βυθοκόρου και με το οποίο μεταφέρονται και απορρίπτονται… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”